- θέημα
- θέημα, ατος, τό, [dialect] Ion. for θέαμα, Semon.7.67.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θέημα — θέημα, τό (Α) ιων. τ. τού θέαμα* … Dictionary of Greek
θέημα — θέαμα sight neut nom/voc/acc sg (ionic) θέημα sight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ATERGATIS — quam et Atergatam et Derceto Strabo l. 16. appellat, Dea Ascaloni arum Syriae, quam Plin. l. 5. c. 23. prodigiosam vocat, quod simulacrum eius superiore parte mulierem, reliquâ piscem referret. Dodor. Sic. l. 2. Αὕτη δὲ τὸ μὲν πρόσωπον ἔχει… … Hofmann J. Lexicon universale
θέαμα — το (AM θέαμα, Α ιων. τ. θέημα [θεώμαι] καθετί που βλέπει ή που παρατηρεί κανείς με προσοχή 2. συνεκδ. η εντύπωση που δημιουργείται από την παρατήρηση τού θεάματος (α. «θλιβερό θέαμα» β. «δέρκου θέαμα», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. παράσταση σε θέατρο ή σε … Dictionary of Greek
θεήματα — θέαμα sight neut nom/voc/acc pl (ionic) θέημα sight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)